πολύτομος

πολύτομος
-η, -ο
αυτός που αποτελείται από πολλούς τόμους: Η πολύτομη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύτομος — η, ο, Ν (κυρίως για συγγραφικό έργο) αυτός που συγκροτείται από πολλούς τόμους («πολύτομο λεξικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. μονό τομος] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυτομία — η, Ν [πολύτομος] 1. η πληθώρα τόμων 2. (λογ.) η διαίρεση ενός όλου σε πολλά μέρη …   Dictionary of Greek

  • πολύβιβλος — η, ο / πολύβιβλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. (για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομος («πολύβιβλος ιστορία», Αθην.) μσν. αυτός που έχει πολλά βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονό βιβλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”